θευμορίη

θευμορίη
θεομορία
fem nom/voc sg (epic ionic)
θευμορίη
destiny
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θευμορίῃ — θεομορία fem dat sg (epic ionic) θευμορίη destiny fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομόριος — θεομόριος, ία, ον, επικ. τ. θευμόριος, ίη, και ία, ον (Α) [θεόμορος] 1. ο ορισμένος από τους θεούς («θευμορίη νοῦσος» Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θευμορία το μερίδιο τού θεού ή το μερίδιο που παίρνει ο ιερέας από μια θυσία 3. το θηλ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • θευμορία — θευμορίᾱ , θεομορία fem nom/voc/acc dual (ionic) θευμορίᾱ , θεομορία fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) θευμορίᾱ , θευμορίη destiny fem nom/voc/acc dual θευμορίᾱ , θευμορίη destiny fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θευμορίης — θεομορία fem gen sg (epic ionic) θευμορίη destiny fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”